- ζητωκραυγή
- η возгласы «ура», шумное одобрение, одобрительные возгласы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζητωκραυγή — η η επευφημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτω + κραυγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 / 1844 στα Πρακτικά τής Εθνοσυνελεύσεως] … Dictionary of Greek
ζητωκραυγή — η επευφημία: Δονείται η αίθουσα από τις ζητωκραυγές των συγκεντρωμένων. – Ουρανομήκεις ζητωκραυγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευφήμησις — εὐφήμησις, ἡ (Μ) [ευφημώ] θριαμβευτική αναφώνηση, ζητωκραυγή … Dictionary of Greek
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
ζήτω — (AM ζήτω) ας ζήσει, ας ζήσουν νεοελλ. (επιφώνημα επιδοκιμασίας) 1. εύγε, μπράβο 2. φρ. α) «θα μάς φωνάξουν ζήτω» θα μάς δεχθούν με ενθουσιασμό β) «ούτε για ζήτω δεν κάνει» είναι ανάξιος λόγου 3. ως ουσ. το ζήτω η ζητωκραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. ζή τω,… … Dictionary of Greek
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek
καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… … Dictionary of Greek
επευφημία — η εκδήλωση επιδοκιμασίας ή αφοσίωσης με κραυγές και κάθε είδους αναφωνήσεις, ζητωκραυγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζήτω — επιφών. (προστ. του ζω) 1. να ζήσει: Ζήτω το έθνος. 2. ζήτω, το πληθ. τα ζήτω ζητωκραυγή: Δονήθηκε η ατμόσφαιρα από τα ζήτω, μόλις εμφανίστηκε ο αρχηγός τους. 3. φρ., «Ούτε για ζήτω δεν κάνει», δεν έχει καμιά αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)